συντάξεις

συντάξεις
σύνταξις
putting together in order
fem nom/voc pl (attic epic)
σύνταξις
putting together in order
fem nom/acc pl (attic)
συντάσσω
put in order together
aor subj act 2nd sg (epic)
συντάσσω
put in order together
fut ind act 2nd sg
συντάσσω
put in order together
aor subj act 2nd sg (epic)
συντάσσω
put in order together
fut ind act 2nd sg
συντά̱ξεις , συντήκω
fuse into one mass
fut ind act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • αμύνομαι — (Α ἀμύνομαι και ἀμύνω) 1. βρίσκομαι σε άμυνα 2. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αποκρούω κάποιον, προφυλάσσομαι από κάποιον 3. υπερασπίζομαι κάποιον ή κάτι, προασπίζω, προστατεύω την ακεραιότητα του, δίνω μάχη, αγωνίζομαι γι’ αυτόν (για τις συντάξεις… …   Dictionary of Greek

  • σύνταξη — Περιοδική παροχή σε χρήμα, για την εξασφάλιση των μέσων διαβίωσης, εκ μέρους του κράτους και άλλων οργανισμών, στα πρόσωπα που έχουν αποχτήσει το σχετικό δικαίωμα κατ’ αναφορά προς προηγούμενη σχέση παροχής υπηρεσιών. Στην αρχή η σ. πήγαζε… …   Dictionary of Greek

  • υποτελώ — έω, ΜΑ [ὑποτελής] μσν. εκπληρώνω, πραγματοποιώ μια υπόσχεση αρχ. 1. πληρώνω φόρο, δασμό, συντάξεις, τέλη (α. «φόρον μὲν οὐδένα ὑποτελέοντες», Ηρόδ. β. τοὺς τὰς συντάξεις ὑποτελοῡντας», Ισοκρ. γ. «τὴν δαπάνην ὀποδοῡναι καὶ τὸ λοιπὸν ὑποτελεῑν»,… …   Dictionary of Greek

  • φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Союзы — Греция. Вне пределов родного города древние греки не пользовались никакими правами и не могли рассчитывать на покровительство должностных лиц чужого государства. Такая беззащитность, если и несколько смягчалась тем, что все чужестранцы находились …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА —    • Πρόσοδοι.     I. Государственное хозяйство у афинян.          Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих …   Реальный словарь классических древностей

  • ALANICUS — inter cognomina Iustiniani Imperatoris sic dicti ab Alanis devictis: quos Ptol. in parte Scythiae collocare videtur; Capitolin. in Marco Antonino c. 22. in Daciae parte; Ioseph. de Bell. Iud. l. 7. inter Tanaim et Maeotidem; Plin. l. 4. c. 12. et …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”